- αβανταδόρο
- yardakçı, yağcı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αβανταδόρικος — η, ο [αβανταδόρος] αυτός που χαρακτηρίζει τον αβανταδόρο ή που ταιριάζει σ’ αυτόν … Dictionary of Greek
αβανταδόρος — αβανταδόρος, ο θηλ. όρα και όρισσα βοηθός σε ύποπτη επιχείρηση: Έκανε τον αβανταδόρο σε δουλειές του ποδαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)